- συοτρόφος
- σῠο-τρόφος, ον,A feeding swine,
χώρα J.BJ1.21.13
:— as Subst. swineherd, Sch.D Od.13.404.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χώρα J.BJ1.21.13
:— as Subst. swineherd, Sch.D Od.13.404.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συοτρόφος — feeding swine masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συοτρόφος — ον, Α 1. αυτός που τρέφει τους χοίρους («συοτρόφος χώρα», Ιώσ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ συοτρόφος ο χοιροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + τροφός (< τρέφω), πρβλ. ορνιθο τρόφος, προδατο τρόφος] … Dictionary of Greek